σουβλίζω

σουβλίζω
ΝΜ, και σουγλίζω Ν [σούβλα / σούγλα]
1. περνώ στη σούβλα, οβελίζω
2. τρυπώ με σούβλα
νεοελλ.
1. (σχετικά με άνθρωπο) ανασκολοπίζω, παλουκώνω («οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο»)
2. φρ. «μέ σουβλίζει ένας πόνος» — αισθάνομαι οξύ και διαπεραστικό πόνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σουβλίζω — pierce pres subj act 1st sg σουβλίζω pierce pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουβλίζω — σουβλίζω, σούβλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σουβλίζω — και σουβλάω( ώ) και σουγλώ και σουγλίζω σούβλισα, σουβλίστηκα, σουβλισμένος 1. διατρυπώ με σουβλί. 2. περνάω τη σούβλα μέσα από κάποιο σώμα: Σούβλισε το αρνί. – Οι Τούρκοι σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σουβλίσω — σουβλίζω pierce aor subj act 1st sg σουβλίζω pierce fut ind act 1st sg σουβλίζω pierce aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σούβλιζε — σουβλίζω pierce pres imperat act 2nd sg σουβλίζω pierce imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσούβλιζον — σουβλίζω pierce imperf ind act 3rd pl σουβλίζω pierce imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσουβλισμένος — σουβλίζω pierce perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουβλισθῆναι — σουβλίζω pierce aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουβλίζεται — σουβλίζω pierce pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουβλίσειεν — σουβλίζω pierce aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”